Η έκτη μέρα συναντήσεων μας με τις ανακτημένες επιχειρήσεις της Αργεντινής αποδείχτηκε πολύ μεγάλη και ενδιαφέρουσα.
Πρώτος μας σταθμός ο τυπογραφικός συνεταιρισμός CHILAVERT. Πρόκειται για ένα μεσαίου μεγέθους τυπογραφείο που κάτω από καπιταλιστική διαχείριση αριθμούσε περίπου 30 εργαζόμενους. Ήδη από το 1998 το αφεντικό άρχισε να κάνει μια σειρά από παράτυπες περικοπές στους μισθούς μη πληρώνοντας επιδόματα, καθυστερώντας μηνιαίους μισθούς κ.α. Έτσι το 2001 όταν η μεγάλη κρίση χτύπησε την οικονομία της Αργεντινής το αφεντικό ανακοίνωσε πως δεν πρόκειται να πληρωθούν τα χρωστούμενα και ότι θα κλείσει το τυπογραφείο. Από τους 30 εργαζόμενους του τυπογραφείου μόνο οι 8 αντέδρασαν. Παρόλα αυτά κατάφεραν να κάνουν κατάληψη στον εργασιακό χώρο και με την βοήθεια της τοπικής λαϊκής συνέλευσης γειτονιάς να ενεργοποιήσουν πάνω από 1000 άτομα να σταθούν αλληλέγγυα δίπλα τους. Εκείνες τις κρίσιμες πρώτες ώρες 200 αλληλέγγυοι δώσαν μάχη σώμα με σώμα στην πόρτα του τυπογραφείου ώστε να μην μπορέσει να μπει μέσα η αστυνομία. Όταν βγήκε η πρώτη δικαστική απόφαση δόθηκε η δυνατότητα στους εργαζόμενους να βρίσκονται εντός του χώρου αλλά να μην επιτρέπεται να παράγουν τίποτε. Για να διασφαλιστεί αυτό ένα περιπολικό εγκαταστάθηκε έξω από το τυπογραφείο ελέγχοντας τι μπαίνει και τι βγαίνει από τον χώρο.
Το εγχείρημα καταφέρνει και υπάρχει ακόμα πιο δυνατό μέχρι και σήμερα (οι εργαζόμενοι από 8 έγιναν 14) και βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η σύνδεση με την τοπική κοινωνία,καθώς και με αντίστοιχα εγχειρήματα. Το χρηματικό ποσό για την εκκίνηση της παραγωγής συγκεντρώθηκε πουλώντας υλικά που δεν χρειαζόντουσαν ως α’ ύλη στο ανακτημένο εργοστάσιο της IMPA. Με τα χρήματα αυτά τύπωσαν το πρώτο τους βιβλίο, το οποίο έγραφε για το κίνημα των συνελεύσεων γειτονιάς. Από την πρώτη στιγμή της κατάληψης ήρθαν σε επικοινωνία με άλλες ανακτημένες επιχειρήσεις για να μάθουν τι βήματα πρέπει να ακολουθήσουν την πρώτη κρίσιμη περίοδο. Στη συνέχεια προχώρησαν και στη δικτύωση και συνεργασία με άλλα 22 αυτο-οργανωμένα τυπογραφεία σε όλη την Αργεντινή. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι εργαζόμενοι του CHILAVERT έχουν παραχωρήσει μεγάλο χώρο του τυπογραφείου ως πολιτιστικό κέντρο, στο οποίο οργανώνονται εκδηλώσεις με συμμετοχή όλης της γειτονιάς.
Στη συνέχεια κάναμε ένα μακρύ ταξίδι σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της πρωτεύουσας, το san Martin, για να επισκεφτούμε το εργοστάσιο μεταλλουργίας “19 Diciembre”. Εκεί μας υποδέχτηκε ο συναγωνιστής Lalo, ο οποίος είχε επισκευτεί το εργοστάσιο της ΒΙΟΜΕ 5 χρόνια πριν, σε μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή που ξανανταμώματος μετά από τόσα χρόνια.
Το τεράστιας δυναμικότητας εργοστάσιο “19 Diciembre” (ημέρα που πέρασε στα χέρια των εργατών το 2012) απασχολούσε κάποτε 300 άτομα, αλλά τώρα η παραγωγή και η διακίνηση των προϊόντων τους συνεχίζεται από 20 εργαζόμενους (18 άντρες, 2 γυναίκες), οι οποίοι κατάφεραν να κρατήσουν τα μηχανήματα στο χώρο, να τα συντηρήσουν και να τα ξαναβάλουν σε λειτουργία.
Μέσα στο χώρο του εργοστασίου λειτουργεί σχολείο από κολλεκτίβα 20 δασκάλων και εκπαιδεύει συνολικά 60 μαθητές. Ξεκίνησε το 2005 χωρίς καθόλου πόρους και στηρίχτηκε οικονομικά από την κοινωνία με δράσεις αλληλεγγύης. Από το 2012 είναι αναγνωρισμένο από το κράτος, το οποίο πληρώνει όλους τους μισθούς των δασκάλων, αλλά όχι τα λειτουργικά έξοδα του κτιρίου. Λειτουργεί αυτόνομα με δική του συνέλευση δασκάλων και μαθητών. Τη μέρα της επίσκεψής μας είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε και τις υπόλοιπες 5 ανακτημένες επιχειρήσεις της περιοχής του san Martin (γραφιστικές εκδόσεις, μεταλλουργική στον τομέα του αθλητισμού, α’ ύλες ζαχαροπλαστικής, εργοστάσιο παπουτσιών όπου παλιά παράγονταν τα adidas) που έχουν δημιουργήσει δίκτυο αλληλεγγύης μεταξύ τους.
Η σπουδαιότερη ίσως εμπειρία του μέχρι τώρα ταξιδιού που μας σόκαρε και μας έφερε σε επαφή με το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και ανθρώπινης εξαθλίωσης του Buenos Aires ήταν η επίσκεψη στο χώρο συγκομιδής σκουπιδιών διπλανής περιοχής, που ανήκει στο κράτος. Οι άνθρωποι που μέχρι πρότινος επιβίωναν από τη διαλογή των ανακυκλώσιμων σκουπιδιών στις χωματερές δεν αναγνώριζαν στον εαυτό τους αυτό που έκαναν ως εργασία και συνεπώς δεν διεκδικούσαν εργασιακά δικαιώματα. Η μετάβαση από το ολοήμερο κάτεργο σε ένα οργανωμένο εργασιακό πλαίσιο με σταθερό ωράριο και κάποια στοιχειώδη μέσα προστασίας, τους έβαλε σε μια διαδικασία να συνειδητοποιήσουν ότι είναι και αυτοί εργαζόμενοι και να αρχίσουν να διεκδικούν τα εργασιακά τους δικαιώματα. Στην τωρινή κατάσταση, δουλεύοντας πάλι κάτω από απάνθρωπες συνθήκες μέσα σε τόνους σκουπιδιών, κατάφεραν τουλάχιστον να μην σκοτώνονται από τα φορτηγά που άδειαζαν καθημερινά 17.000 τόνους σκουπιδιών και να βγάζουν μεροκάματο που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό της Αργεντινής (500 – 700 δολάρια/ μήνα), έχοντας σταθερό ωράριο 5ήμερο/9ωρο.